- ποίκιλση
- η / ποίκιλσις, -ίλσεως, ΝΑ [ποικίλλω]νεοελλ.η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ποικίλλω, η διακόσμηση με ποικίλματα, κεντήματα, το πλούμισμααρχ.ποικίλη διαμόρφωση («νομίσαντα προς πάντα εἶναι χρησίμους τὰς τῶν ἀριθμῶν διανομὰς καὶ ποικίλσεις», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.